άδεχτος

άδεχτος
-η, -ο
απαράδεχτος: Του 'δωσε να καταλάβει πως τα δώρα του ήταν άδεχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άδεχτος — και ανάδεχος, η, ο ο άδεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δέχομαι. Ο τύπος ανάδεχος με διπλή άρνηση: αν ά δεχος] …   Dictionary of Greek

  • άδεκτος — και άδεχτος η, ο (Α ἄδεκτος, ον) [δέχομαι] αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε δεκτός αρχ. ο μη ικανός να δεχτεί ή να αποκτήσει κάτι, ο ανεπίδεκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”